ὑποκολυμβάω

English (LSJ)

dive under, Gal.19.149.

German (Pape)

[Seite 1221] untertauchen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκολυμβάω: κολυμβῶ ὑποκάτω, «ὑπονησαμένη, ὑποκολυμβήσασα, ὑπελθοῦσα» Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584.