ὑποκρητήριον

English (LSJ)

Ionic for ὑποκρατήριον.

German (Pape)

[Seite 1221] τό, ion. statt ὑποκρατήριον, = Vorigem, s. Böckh Corp. Inscr. I p. 20.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ιων. τ. βλ. ὑποκρατήριον.