ὑποκρητηρίδιον

English (LSJ)

ὑποκρητήριον, Ion. for ὑποκρατηρίδιον.

German (Pape)

[Seite 1221] τό, ein kleiner Untersatz od. Gestell unter dem Mischgefäße, κρήτήρ, Her. 1, 25; vgl. Hegesand. bei Ath. V, 210 b; Plut. def. or. 14 wird es κρατῆρος ἕδρα καὶ βάσις erkl.; Philostr. V. Apoll. c. 11 auch ὑποκρατηρίδιον.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ὑποκρατηρίδιον.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκρητηρίδιον: τό ион. = ὑποκρατηρίδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκρητηρίδιον: ὑποκρητήριον, Ἰων. ἀντὶ ὑποκρατ-.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ιων. τ. βλ. ὑποκρατηρίδιον.

Greek Monotonic

ὑποκρητηρίδιον: Ιων. αντί του ὑπο-κρατ-.