βάσις
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, (βαίνω)
A stepping, step, and collectively, steps, A. Eu.36, S.Aj.8, etc.: metaph., ἡσύχῳ φρενῶν βάσει A.Ch.452 (lyr.); οὐκ ἔχων βάσις = power to step, S.Ph.691 (lyr.); τροχῶν βάσεις = the rolling of the wheels, the rolling wheels, Id.El.718; ἀρβύλης βάσις = the print of the sandal, E.El.532; ποίμναις τήνδ' ἐπεμπίπτει βάσιν S.Aj.42.
2 measured step or movement, βάσις χορείας Ar.Th.968, cf. Pi.P.1.2: hence, rhythmical or metrical movement, Pl.R.399e, Lg.670d: in Rhet., rhythmical close of a sentence, Hermog.Id.1.6, al.; clause forming transition from πρότασις to ἀπόδοσις, Id.Inv.1.5: and in Metric, metrical unit, monometer, Arist.Pol.1263b35, Metaph.1087b36, Heph.11, Longin.Proll.Heph.3, Mar. Vict.p.47.3 K., etc.
3 order, sequence, θέσις καὶ βάσις Epicur.Ep.1p.10U.
II that with which one steps, a foot], Pl.Ti.92a, Arist.GA750a4; ποδῶν βάσις E.Hec.837; θηλύπους βάσις their women's feet, Id.IA421; βάσις δίχηλος, of the ostrich, D.S.3.28.3: abs., αἱ βάσεις Ph.1.226, Act.Ap.3.7; σφὶγξ εἶχε βάσις λέοντος Apollod.3.5.8; leg, Id.1.3.5; βάσεων ἀποκοπαί Diog.Oen.39.
III that whereon one stands, base, pedestal, (κρατῆρος) Alex.119; of statues, OGI705.6, etc.; τρία ἔργα… ἐπὶ μιᾶς βάσις Str.14.1.14, cf. Luc.Philops. 19; λεβήτων Plb.5.88.5; of an engine, Hero Bel.88.1, al.; of a column, PLond.3.755v6 (iv A. D.): Medic., τοῦ ἐγκεφάλου Herophil. ap. Placit.4.5.4, cf. Plu.Per.6; τραχήλου Id.Pyrrh.34; κοῖλαι βλεφάρων ἰοτυπεῖς βάσιες AP5.86 (Rufin.); αἱ ἐν ὀφθαλμοῖς βάσις Sor. 1.27, cf. Archig. ap. Aët. 16.101(91); of the heart, Gal.UP6.13; ἐπανόρθωσις τὴν τοῦ κενουμένου βάσιν ἀναπληροῦσα Id.1.474; foundation, basement, ῥίζα πάντων καὶ βάσις ἁ γᾶ ἐρήρεισται Ti.Locr.97e; so, of the soil, πεδίων σπορίμα βάσις Hymn.Is.162.
2 Geom., base of a solid or plane figure, Pl.Ti.55b, Arist.APr.41b15,al.; (κώνου) Democr.155; πυραμίδος Speus. ap. Theol.Ar.63.
IV position, fixedness, opp. φορά, etym. of βέβαιος, Pl.Cra.437a.
V Astrol. = ὡροσκόπος, Vett.Val.88.6, Paul.Al.T.2, Cat.Cod.Astr.8(4).132.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [jón. plu. nom. βάσιες AP 5.87 (Rufin.)]
I en el sent. de apoyo, sujeción o soporte
1 base de una cratera ἀσφαλῆ βάσιν Alex.124.4, τούτων (λεβήτων) Plb.5.88.5, λυχνίου PGrenf.1.14.15 (II a.C.), τεσσαράκοντα βάσεις ἀργυρᾶς ποιήσεις τοῖς εἴκοσι στύλοις LXX Ex.26.19
•pedestal de una estatua OGI 705.6 (Egipto II d.C.), Str.14.1.14, Luc.Philops.19, TAM 2.151, 2.157.2 (ambas Licia), MAMA 6.3.2 (Laodicea II d.C.)
•basa de una columna PLond.755ue.6 (IV d.C.)
•soporte ἐξάλιπτρον ἔχον βάσιν δακτύλιον una cajita de ungüento con un soporte circular, BGU 1300.11 (III/II a.C.), de un motor, Hero Bel.88.1
•raíz δένδρου Philostr.VA 2.20
•suelo πε[δίω] ν σπορίμαν βάσιν Hymn.Is.162 (Andros), cf. Hsch.
•pie πρὸς τὴν βάσιν θυσιαστηρίου hasta el pie del altar LXX Le.1.15, de un monte τὰς βάσεις τῶν ἀκρολοφιῶν Aen.Tact.15.6
•rueda τροχῶν βάσεις S.El.718
•gener. base ῥίζα πάντων καὶ β. τῶν ἄλλων ἁ γᾶ Ti.Locr.97e
•fig. base, fondo, fundamento de una teoría τῆς βάσεως αὐτοῖς σεισθείσης (los estoicos), Numen.25.97, γραμματικῆς AP 7.588.3 (Paul.Sil.), τὴν τοῦ κενουμένου βάσιν ref. a la οὐσία Gal.1.474.
2 anat. base τοῦ ἐγκεφάλου β. base del cráneo Herophil.121, 137d, Gal.5.356, 607, cf. Plu.Per.6, τραχήλου Plu.Pyrrh.34
•cavidad donde se aloja un órgano τῆς καρδίας Gal.3.474, τῶν ὤτων Aret.SD 2.13.16, πόνος ... τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς βάσεων Sor.18.6, cf. Archig. en Aët.16.101 (91), κοῖλαι βλεφάρων ἰοτυπεῖς βάσιες AP 5.87 (Rufin.).
3 geom. base de una figura, Pl.Ti.55b, Arist.APr.41b15, Gal.5.670, SB 11973.4, 14 (II d.C.), de una figura del espacio: del cono, Democr.B 155, de la pirámide, Speus.28.40.
4 bot. β. Ἑρμοῦ otro n. del ἄλιμος q.u. armuelle, Atriplex halimus L., Ps.Dsc.1.91.
5 métr. base ἰαμβική Sch.Pi.O.14T., ἰωνικὴ ἀπ' ἐλάσσονος Sch.Pi.O.14T.
II aquello con lo que se anda
1 de pers. planta ποδῶν β. planta de los pies E.Hec.837, θηλύπους β. planta de femenino pie de Ifigenia, E.IA 421, de un tullido ἐστερεώθησαν αἱ βάσεις αὐτοῦ καὶ τὰ σφυρά plantas y talones se le afianzaron, Act.Ap.3.7
•pie op. χεῖρες Philostr.Gym.31, Ph.1.226, op. ἀγκῶνες Diog.Oen.47.3.6, de Hefesto πηρωθέντα τὰς βάσεις quedando tullido de los pies Apollod.1.3.5.
2 de anim. pata θεοῦ βάσεις ὑποτιθέντος πλείους τοῖς μᾶλλον ἄφροσιν Pl.Ti.92a, de unos pájaros τὴν βάσιν ἰσχυρὰν ἔχει καὶ τὰ σκέλη πάχος Arist.GA 750a4, de la esfinge εἶχε ... βάσιν ... λέοντος Apollod.3.5.8, δίχηλος β. pezuña D.S.3.28, τὸ ... ζῷον ... πολυσχιδὲς τὴν βάσιν Philostr.VA 2.13.
III 1acción de dar un paso, marcha, paso εὖ δέ σ' ἐκφέρει ... β. bien te conduce tu paso S.Ai.8, οὐκ ἔχων βάσιν no pudiendo dar un paso S.Ph.691, τί δῆτα ποίμναις τήνδ' ἐπεμπίπτει βάσιν; S.Ai.42, παλιμπόρευτον ἵζονται βάσιν emprenderán un camino de regreso Lyc.628, cf. Hsch.
•fig. ἀγκύλῃ βάσει con curva marcha del vuelo de un águila, Lyc.262
•secuencia, orden θέσις καὶ β. Epicur.Ep.[2] 46.
2 paso de baile Pi.P.1.2, χορείας ... βάσιν Ar.Th.968.
3 huella ἀρβύλης E.El.532
•de un cuchillo corte σμίλη μὲν γάρ ἐστιν ἡ ἰσόπεδον ἔχουσα τὴν βάσιν, τομεὺς δὲ ὁ κυκλικήν Olymp.in Alc.206.
4 métr. pie παντοδαπαὶ βάσεις Pl.R.399e, cf. Lg.670d
•como unidad métrica μέτρον ἐστὶ ποδῶν ἢ βάσεων σύνταξις αἰσθήσει τῇ δι' ἀκοῆς παραλαμβανομένη Longin.Prol.Heph.1.3, cf. Mar.Vict.47.3
•como unidad rítmica, Arist.Pol.1263b35, Metaph.1087b36, δυσδιάκριτον ... βάσιν Aristid.Quint.51.22, cf. Hsch.
•elemento de un pie métrico κοινὸν γὰρ ὄνομα ἡ β. ἄρσεως καὶ θέσεως Olymp.in Alc.79.
5 ret. final rítmico de una frase ἵνα μὴ εἰς τροχαῖον ἐμπέσῃ ἡ β. Hermog.Id.1.6 (p.253)
•cláusula de paso de la πρότασις a la ἀπόδοσις Hermog.Inu.1.5.
IV estático
1 posición estática, fijeza, afianzamiento τὸ «βέβαιον», ὅτι βάσεώς τινός ἐστιν καὶ στάσεως μίμημα ἀλλ' οὐ φορᾶς Pl.Cra.437a.
2 astrol. horóscopo, posición de los astros en un momento determinado, Vett.Val.89.12, Paul.Al.49.16, 50.17, Cat.Cod.Astr.8(4).132.
German (Pape)
[Seite 437] ἡ, 1) Tritt, Gang, ἥσυχος φρενῶν β. Aesch. Ch. 445; κυνός Soph. Ai. 8; οὐκ ἔχω βάσιν, vom hinkenden Philoktet, Phil. 686; βάσιν ἀντερείδειν 1399; ἐφιστάναι Tr. 338; bes. rhythmische Bewegung, Pind. P. 1, 2; χορείας Ar. Ih. 968; ῥυθμῶν Plat. Legg. II, 670 d; vgl. Rep. III, 399 e; Versfuß, Arist. pol. 2, 2, 9; vgl. Herm. opusc. II p. 108. Bei Rhet. auch rhythmischer Ausgang eines Satzes. – 2) Fuß, Plat. Tim. 92 a u. öfter bei Sp. – 3) worauf etwas steht, Grund, Fußgestell, z. B. des κρατήρ, Alex. Ath. XI, 472 a; neben πυθμήν Plat. Phaed. 112 b u. sonst; πύργων, λεβήτων, Pol. 1, 48. 5, 88; vgl. P. Sil. 81 (VII, 588), wo ein Grammatiker βάσις γραμματικῆς heißt; bes. in der Geometrie, Grundlinie, Grundfläche, τριγώνων, ἐπιπέδου, Plat. Tim. 53 c 55 e u. öfter in diesem Dialog; übh. Festigkeit, neben στάσις der φορά entgeggstzt Crat. 437 a.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de marcher ; marche, allure : οὐκ ἔχων βάσιν SOPH n'ayant pas le pouvoir de marcher, impuissant à marcher ; au plur. τροχῶν βάσεις SOPH le mouvement des roues;
2 organe pour la marche, pied : αἱ βάσεις, les pieds;
3 ce sur quoi l'on marche ou l'on se tient, base, piédestal ; base ou siège d'un organe ou d'une partie du corps, de la cervelle, du cou.
Étymologie: βαίνω.
English (Slater)
βᾰσις
1 foot-step (φόρμιγξ)· τᾶς ἀκούει μὲν βάσις ἀγλαίας ἀρχά i. e. in dancing (P. 1.2)
English (Abbott-Smith)
βάσις, ־εως, ἡ (< βαίνω), [in LXX chiefly for אֶדֶן;]
1.a step (Æsch., al.).
2.Hence, a foot (Plat.; Wi 13:18): Ac 3:7.†
English (Strong)
from baino (to walk); a pace ("base"), i.e. (by implication) the foot: foot.
English (Thayer)
βάσεως, ἡ (ΒΑΩ, βαίνω);
1. a stepping, walking (Aeschylus, Sophocles, others).
2. that with which one steps, the foot: Plato, Tim., p. 92{a}, et al.; Wisdom of Solomon 13:18).
Greek Monolingual
η (AM βάσις)
1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος»)
2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής»)
3. (γεωμ.) αυτή που, κατά περίπτωση, θεωρείται ως η σημαντικότερη πλευρά ή έδρα σχήματος ή γεωμετρικού σώματος
νεοελλ.
1. πληθ. εφόδια πνευματικά ή ηθικά («έχω καλές βάσεις από το σχολείο»)
2. θεμελιώδης αρχή, αφετηρία («η βάση του συλλογισμού του», «νομική βάση»)
3. το κατώτατο όριο βαθμολογίας σε εξετάσεις, πάνω από το οποίο ένας υποψήφιος θεωρείται επιτυχών ή ο ελάχιστος αριθμός ψήφων που πρέπει να συγκεντρώσει υποψήφιος σε εκλογές
4. φρ. α) «βάζω βάση σε κάτι» — προσέχω, θεωρώ κάτι σοβαρό
β) «δίνω βάση» — ακούω με προσοχή
γ) «επί τη βάση του» ή «βάσει του» — στηριζόμενοι στο..., παίρνοντας ως αφετηρία το...
5. χημ. χημική ουσία που έχει την ικανότητα να εξουδετερώνει οξέα όταν έρχονται σε επαφή μ' αυτήν και να σχηματίζει άλατα
6. στρ. «στρατιωτική βάση», «ναυτική βάση», «αεροπορική βάση» — περιοχή η οποία περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες εγκαταστάσεις για την τοποθέτηση ή στάθμευση και χρησιμοποίηση όπλων, πλοίων και υποβρυχίων ή πολεμικών αεροσκαφών
αρχ.
1. βάδισμα, βήμα
2. φρ. α) «οὐκ ἔχων βάσιν» — μη έχοντας τη δύναμη να βαδίσω
β) «ἀρβύλης βάσις» — το ίχνος της «αρβύλης»
γ) «τροχών βάσεις» — οι τροχοί του άρματος
3. βηματισμός ή κίνηση στον χορό
4. ρυθμική ή μετρική κίνηση
5. μετρική μονάδα, πους
6. σειρά, ακολουθία
7. πόδι ή πέλμα
8. σταθερή θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαίνω. Συγκεκριμένα το βάσις (βἁ-σις) προήλθε από θ. βα-, συνεσταλμένη μορφή της ρίζας βᾱ- / βη- < gwā (πρβλ. και δοτός: δι-δω-μι, στἁ-σις: ί-στᾱμι κ.τ.ό.) ή, κατ' άλλους, από αρχ. ρίζα gwem- (βλ. και λ. βαίνω). Το ληκτικό μόρφημα -σις (χαρακτηριστικό ονομάτων δράσεως) < -ti- (με συριστικοποίηση του -t- προ του -i-). Αξιοσημείωτο είναι ότι η λ. βάσις μαρτυρείται στους Αισχύλο, Πίνδαρο, Αριστοφάνη κ.ά., ενώ παρασύνθετα σε -βάσις αποτελούν ήδη ομηρικές λέξεις (πρβλ. αμφίβασις, έκβασις, πρόβασις). Τέλος οι λέξεις σε -βάσις παρουσιάζουν αντιστοιχία προς τα σύνθετα με gati- της αρχ. Ινδικής, ενώ ανάλογος σχηματισμός απαντά επίσης στη Λατινική (πρβλ. conventiō) και στη Γερμανική (πρβλ. γοτθ. ga-qumps)].
Greek Monotonic
βάσις: [ᾰ], -εως, ἡ (βαίνω),
I. βήμα, βηματισμός, περπάτημα και περιληπτικώς, βήματα, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· οὐκ ἔχων βάσιν, δεν έχω δύναμη να περπατήσω, στον ίδ.· τροχῶν βάσεις, περιστροφή των τροχών, στον ίδ.
II. αυτό με το οποίο βηματίζει κάποιος, αυτό με το οποίο περπατά, το πόδι, σε Ευρ., Κ.Δ.
III. αυτό επί του οποίου μπορεί να σταθεί κάποιος, βάση, το βάθρο, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
βάσις: εως (ᾰ) ἡ
1 ход, движение, хождение (ἀκταίνειν βάσιν Aesch.; κυνός, τροχῶν βάσεις Soph.; χορείας Arph.; ῥυθμῶν Plat.): βάσιν οὐκ ἔχειν Soph. не иметь возможности ходить;
2 шаг (παρ᾽ ἑκάστην βάσιν Arst.);
3 переход, проход (βάσιν ἀσφαλῆ παρέχειν τινί Plut.);
4 поступь, походка (ἰσχυρά, νεανική Arst.);
5 стих. стопа Arst.;
6 нога, ступня Plat.; ноги (θηλύπους β. Eur.; αἱ βάσεις καὶ σφυρά NT);
7 подставка, ножка (λεβήτων Polyb.);
8 основание (τριγώνων Plat.; κώνου Arst.; τραχήλου Plut.);
9 устойчивость (β. καὶ στάσις Plat.).
Middle Liddell
βαίνω
I. a stepping, step, and collectively steps, Aesch., Soph., etc.; οὐκ ἔχων βάσιν power to step, Soph.; τροχῶν βάσεις the rolling of the wheels, Soph.
II. that with which one steps, a foot, Eur., NTest.
III. that whereon one stands, a base, Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάσις -εως, ἡ βαίνω
1. het stappen, lopen, gaan; stap, gang:. κυνός... εὔρινος βάσις de gang van een goede speurhond Soph. Ai. 8; οὐκ ἔχειν βάσιν niet kunnen lopen Soph. Ph. 691; τροχῶν βάσεις rollende wielen Soph. El. 718.
2. pas, danspas:; χορείας... στῆσαι βάσιν de danspas van het koor stoppen Aristoph. Th. 968; εἴ τις... ποιήσειεν... τὸν ῥυθμὸν βάσιν μίαν als men het dansritme zou terugbrengen tot één pas Aristot. Pol. 1263b35; ritme:. παντοδαπαὶ βάσιες allerlei ritmen Plat. Resp. 399e.
3. voet:; θηλύπους β. de voet van een vrouw Eur. IA 421; ἐστερεώθησαν αἱ βάσιες αὐτου zijn voeten kregen weer kracht NT Act. Ap. 3.7; (voet)afdruk:. ἀρβύλης β. laarsafdruk Eur. El. 532.
4. voetstuk, basis:; Luc. 34.19; uitbr..; βάσεως... μίμημα nabootsing van stilstand Plat. Crat. 437a; basis; wisk..; εἰ κῶνος τέμνοιτο παρὰ τὴν βάσιν ἐπιπέδῳ als een kegel parallel aan de basis doorsneden wordt door een vlak Democr. B 155; (van driehoek); Plat. Tim. 55b; geneesk.. β. τραχήλου de basis (d.w.z. atlas?) van de nek Plut. Pyrrh. 34.3.
Chinese
原文音譯:b£sij 巴西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:步(者)
字義溯源:腳步,腳;源自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 腳(1) 徒3:7
English (Woodhouse)
base, foot, going, step, act of stepping, lowest part, musical movement, pace in walking
Mantoulidis Etymological
(=βάδισμα, ἔδαφος). Παράγωγο τοῦ βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ base, peana ποιήσας αὐτῷ τῷ ἀνδριάντι βάσιν σιδηρᾶν στῆσον αὐτὸν ἐπὶ τῆς βάσεως haz una peana de hierro para la estatua y colócala sobre ella P IV 3144 ποίησον Ἔρωτα δακτύλων ὀκτὼ μῆκος λαμπαδηφόρον, ἔχοντα βάσιν μακράν haz un Eros de ocho dedos de tamaño que lleve una lámpara, con una base grande P XII 19