ὑποκρύφιος

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, hidden under, Nonn. D. 29.107.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκρύφιος: [ῠ], -ον, κεκρυμμένος ὑποκάτω, Νόνν. Δ. 36. 96, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
κρυμμένος από κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κρύφιος «κρυφός, μυστικός, κρυμμένος»].