ὑπολέθριος

English (LSJ)

ὑπολέθριον, almost fatal, dangerous, Hp.Coac.7.

German (Pape)

[Seite 1223] etwas verderblich, fast tödtlich, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολέθριος: -ον, σχεδὸν ὀλέθριος, ἐπικίνδυνος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 118.

Greek Monolingual

-ον, Α
σχεδόν θανάσιμος, επικίνδυνος («τὰ κωματώδεα ῥίγεα ὑπολέθρια», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀλέθριος.