επικίνδυνος
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπικίνδυνος, -ον) κίνδυνος
1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα»)
2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.)
3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη εγχείρηση, ασθένεια» κ.λπ.)
4. αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η θέση του είναι επισφαλής («αυτή η επιχείρηση μού φαίνεται επικίνδυνη»)
5. φρ. «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα.
επίρρ...
επικινδύνως, -α
με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί αμέσως τη ζωή ατόμου ή ομάδας.
Translations
dangerous
Afrikaans: gevaarlik; Albanian: i rrezikshëm; Amharic: አደገኛ; Arabic: خَطِر; Egyptian Arabic: خطير; Armenian: վտանգավոր; Asturian: peligrosu; Azerbaijani: təhlükəli; Basque: arriskutsu; Belarusian: небяспечны; Breton: dañjerus; Bulgarian: опасен, рискован; Catalan: perillós; Cherokee: ᎦᏂᏰᎬ, ᎦᎾᏰᎩ; Chinese Cantonese: 危險, 危险; Mandarin: 危險, 危险; Min Nan: 危險, 危险; Czech: nebezpečný; Danish: farlig; Dutch: gevaarlijk, gevaarlijke; Elfdalian: farlin; Esperanto: danĝera; Estonian: ohtlik; Faroese: vandamikil, hættisligur; Finnish: vaarallinen; French: dangereux, périlleux, périculeux; Friulian: periculôs; Galician: perigoso; Georgian: საშიში, სახიფათო; German: gefährlich; Greek: επικίνδυνος; Ancient Greek: ἀκροσφαλής, ἀπερίοπτος, δεινός, δυσεπίβολος, δύσχιμος, ἐπίκαιρος, ἐπίκηρος, ἐπικίνδυνος, ἐπισφαλής, θανάσιμος, κινδυνώδης, παράβολος, παρακινδυνευτικός, σφαλερός, ὑπολέθριος, χαλεπός; Greenlandic: navianartoq, ulorianartoq; Haitian Creole: danjere; Hawaiian: makaʻuloa, weliweli ʻia; Hebrew: מסוכן \ מְסֻכָּן; Hindi: ख़तरनाक, जोखिमी; Hungarian: veszélyes; Icelandic: hættulegur; Ido: danjeroza; Indonesian: berbahaya, bahaya; Interlingua: periculose; Irish: dáinséarach, contúirteach; Italian: pericoloso; Japanese: 危険, 危ない; Javanese: mbebayani; Khmer: មានគ្រោះថ្នាក់; Korean: 위험하다; Ladino: perikolozo, peligrozo, sekanali, sekanozo, danjerozo, rizikozo; Lao: ມີອັນຕະລາຍ; Latin: periculosus; Latvian: bīstams; Lithuanian: pavojingas; Luxembourgish: geféierlech; Macedonian: опасен; Malay: berbahaya; Maltese: perikolużi; Maori: mōrearea; Marathi: घातक; Mirandese: peligroso; Mongolian: аюултай; Norman: dangéreux; Northern Sami: váralaš; Norwegian Bokmål: farlig, farefull; Nynorsk: farefull; Occitan: dangeirós; Old English: frēcne; Persian: خطرناک; Plautdietsch: roakboa; Polish: niebezpieczny, groźny; Portuguese: perigoso; Romanian: periculos; Romansch: privlus, prigulus, prievlus, privlous; Russian: опасный, рискованный; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏па̄сан; Roman: ȍpāsan; Sicilian: dannìuru, piriculusu, priculusu; Slovak: nebezpečný; Slovene: nevárən; Spanish: peligroso; Sumerian: 𒆗; Swedish: farlig, farligt; Tagalog: mapanganib, delikado; Telugu: ప్రమాదకరమైన; Thai: วิกฤต, อันตราย; Turkish: tehlikeli; Turkmen: howply; Ukrainian: небезпечний; Urdu: جوکھمی, خطرناک; Uyghur: خەتەرلىك; Vietnamese: nguy hiểm; Walloon: dandjreus, riskeus; Welsh: peryglus; Yiddish: געפֿערלעך, סכּנהדיק; Yoruba: léwu