ὑπομενητικός

English (LSJ)

v. ὑπομενετικός.

German (Pape)

[Seite 1225] ή, όν, = ὑπομενετικός, bei Plat. det. 412 b u. 416 v.l. für ὑπομονητικός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. ὑπομενετικός.