ὑπονοητέον

English (LSJ)

one must suppose, Chrysipp. ap. Gal.5.435, Str.16.4.27, Ph.1.581.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονοητέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ ὑπονοῶ, δεῖ ὑπονοεῖν, Στράβ. 784, Φίλων 1. 581. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τοπαστέον· ὑποληπτέον, ὑπονοητέον».