ὑποληπτέον

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποληπτέον Medium diacritics: ὑποληπτέον Low diacritics: υποληπτέον Capitals: ΥΠΟΛΗΠΤΕΟΝ
Transliteration A: hypolēptéon Transliteration B: hypolēpteon Transliteration C: ypolipteon Beta Code: u(polhpte/on

English (LSJ)

(ὑπολαμβάνω)
A one must suppose, understand, regard, τἆλλα.. τὸν αὐτὸν τρόπον ὑ. Pl.Tht.156e; οὕτως ὑ. περί τινος Id.R. 613a: c. inf., Arist.PA648a14; τίνα.. ἔχον δύναμιν αὐτὸ ὑ.; Pl.Ti. 49a.
II one must answer, Eust.1172.26.

Russian (Dvoretsky)

ὑποληπτέον: adj. verb. к ὑπολαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποληπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπολαμβάνω, πρέπει τις νὰ ὑποθέσῃ, ὑπολάβῃ, ἐννοήσῃ, νομίσῃ περί τινος, τἆλλα... τὸν αὐτὸν τρόπον ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· οὕτως ὑπ. περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 613Α· μετ’ ἀπαρ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 2, 8· τίνα... ἔχον δύναμιν ὑπ.; Πλάτ. Τίμ. 49Α. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἀποκριθῇ Εὐστ. 1172. 26.

Greek Monotonic

ὑποληπτέον: ρημ. επίθ. του ὑπολαμβάνω, αυτό που πρέπει να υποτεθεί, να γίνει αντιληπτό, κατανοητό, αυτό που πρέπει να ληφθεί υπ' όψη, σε Πλάτ.