ὑποσευαντήρ

English (LSJ)

ὑποσευαντῆρος, ὁ, driver-away, λοιμοῦ Ath.Mitt.38.64 (Callipolis).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσευαντήρ: ὁ, τοξοφόρον Φοῖβον, λοιμοῦ ὑποσευαντῆρα Ἐπιγρ. Καλλιπόλεως ἔμμετρ. Mitth. d. d. arch. Inst. VI. σ. 262-4. - Ὁ Karb ἐν Epigram. gr. 1034 ἀνέγνω: (ὑ)ποσ(ημ)αντῆρα, ὄχι τόσον καλῶς, ὥς μοι φαίνεται. Συναγωγ. Λέξ. Ἀθαν. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
υποκινητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σεύω «διώχνω, απομακρύνω» + κατάλ. -τήρ, κατά το λυμαντήρ.