ὑποφυλάσσω

English (LSJ)

= ὑποφυλακέω, CIG4332.12 (Phaselis).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφῠλάσσω: διατελῶ ὕπαρχος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4332. 10.

Greek Monolingual

Α [[ὑποφύλαξ, -ακος]]
ασκώ τα καθήκοντα υπάρχου, είμαι ύπαρχος.