ὑπόκρυφος
English (LSJ)
ὑπόκρυφον, = ὑποκρύφιος (hidden under), Sch. Ar. Ach. 96.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόκρῠφος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 96.
Greek Monolingual
-ον, Α ὑποκρύπτω
1. ὑποκρύφιος
2. (για τόπο) απάνεμος.
ὑπόκρυφον, = ὑποκρύφιος (hidden under), Sch. Ar. Ach. 96.
ὑπόκρῠφος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 96.
-ον, Α ὑποκρύπτω
1. ὑποκρύφιος
2. (για τόπο) απάνεμος.