ὑπότραχυς
English (LSJ)
Ion. and Ep. ὑπότρηχυς, υ, somewhat rough, Hp.Epid.2.1.8, Archestr.Fr.32 (-τρηχυν fem.), Orph.L.363, Dsc.3.44, Gal.19.514.
German (Pape)
[Seite 1236] υ, etwas rauh od. hart; Archestr. bei Ath. VII, 330 a (in ion. Form); übtr. etwas zornig, Lob. Phryn. 541.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότρᾱχυς: υ, γεν. -εος, ὀλίγον τραχύς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 330Α, Ὀρφ. Λιθ. 357, κλπ.· - πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 541, Παραλειπ. 254.
Greek Monolingual
και ιων. τ. ὑπότρηχυς, -υ, Α τραχύς / τρηχύς]
1. ο κάπως τραχύς
2. ο κάπως εξερεθισμένος, εξοργισμένος.