ὑπόχλωρος

English (LSJ)

ὑπόχλωρον, greenish yellow, pale, Hp.Prog.11, Fract.11, Arist.HA616a18, Sor.1.44,91.

German (Pape)

[Seite 1240] ein wenig grün, blaß grüngelb, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόχλωρος: зеленоватый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχλωρος: -ον, ὀλίγον χλωμός, κιτρινωπός, Ἱππ. Προγν. 401, περὶ Ἀγμ. 760, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
κάπως χλωμός, κιτρινοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χλωρός «κιτρινοπράσινος»].