ὑφαλώδης

English (LSJ)

ὑφαλῶδες, somewhat shallow, D.S.24.1.

Russian (Dvoretsky)

ὑφᾰλώδης: мелководный, переходимый вброд (τόποι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑφᾰλώδης: -ες, ἔχων ὑφάλους, ῥηχός, Διοδ. Ἀποσπ. 508, 49.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ὕφαλος
ο κάπως ρηχός.