ὑφανάω

English (LSJ)

poet. for ὑφαίνω, φάρεά θ' ὑφανόωντας Man.6.433 [ῡ].

Greek (Liddell-Scott)

ὑφᾰνάω: ποιητ. ἀντὶ ὑφαίνω, φάρεά θ’ ὑφανόωντας Μανέθων 6. 433.

German (Pape)

poet. statt ὑφαίνω, Maneth. 6.433.