ὑψικόλωνος

English (LSJ)

ὑψικόλωνον, high, κίων Opp.C.4.87.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐκόλωνος: -ον, ὁ ἐπὶ ὑψηλοῦ κολωνοῦ, λόφου, κίονα δειμάσθην μέγαν ὄρθιον ὑψικόλωνον Ὀππ. Κυν. 4. 87. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑψικόλωνον· τραχεῖαν, ὑψηλήν».

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται πάνω σε ψηλό λόφο
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑψικόλωνον
τραχεῖαν, ὑψηλήν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κολωνός «λόφος»].

German (Pape)

mit hohem Hügel, auf hohem Hügel gelegen, κίων Opp. Cyn. 4.87.