κολωνός

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολωνός Medium diacritics: κολωνός Low diacritics: κολωνός Capitals: ΚΟΛΩΝΟΣ
Transliteration A: kolōnós Transliteration B: kolōnos Transliteration C: kolonos Beta Code: kolwno/s

English (LSJ)

ὁ,
A = κολώνη, hill, h.Cer.272, 298, Hes.Fr.122.1, Hdt.4.181, 7.225, etc.; κ. λίθων heap of stones, Id.4.92, X.An.4.7.25; hilltop, peak, A.R.1.1120.
II Colonus, deme of Attica, sacred to the hero Colonus (ἱππότης K. S.OC59); Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, title of play by Sophocles:—hence Κολωνεύς, έως, ὁ, one of the deme Colonos, IG2.944.48.
2 K. ἀγοραῖος, mound in the Athenian ἀγορά, Κολωνόν... οὐ τὸν ἀγοραῖον, ἀλλὰ τὸν τῶν ἱππέων Pherecr.134; labourers were hired there, Com.Adesp.35 D., hence called Κολωνέται or Κολωνῖται, Hyp.Fr.8.

German (Pape)

[Seite 1476] ὁ, = κολώνη; H. h. Cer. 273. 299; Her. 7, 225; auch λίθων, 4, 92; Sp., wie Ap. Rh. 1, 1120. – S. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
hauteur, colline.
Étymologie: cf. κολώνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολωνός -οῦ, ὁ [~ κολώνη] heuvel; stapel.

Russian (Dvoretsky)

κολωνός: ὁ Hom., Hes., Her. = κολώνη.

Greek (Liddell-Scott)

κολωνός: ὁ, = κολώνη, λόφος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 273, 299, Ἡσ. Ἀποσπ. 19. 1, Ἡρόδ. 4. 181., 7. 225, κτλ.· κ. λίθων, σωρὸς λίθων, ὁ αὐτ. 4. 92· κορυφὴ λόφου, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1120. ΙΙ. δῆμος τῆς Ἀττικῆς Κολωνός, κείμενος ἐπὶ λόφου τινὸς καὶ περὶ αὐτόν, περὶ τὸ χιλιόμετρον πρὸς ΒΔ. τῶν Ἀθηνῶν, ἱερὸς τοῦ ἥρωος Κολωνοῦ (ἱππότης Κ. Σοφ. Ο. Κ. 59), περίφημος διὰ τὸ ἄλσος τῶν Εὐμενίδων καὶ τὸν τάφον τοῦ Οἰδίποδος, ἀπαθανατισθεὶς δὲ ὑπὸ τοῦ Σοφοκλέους (ὅστις καὶ εἶχε γεννηθῆ ἐκεῖ) διὰ τοῦ δράματος αὑτοῦ «Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ»· ― ἐντεῦθεν, Κολωνεύς, έως, ὁ, κάτοικος τοῦ δήμου Κολωνοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 172. 48. 2) ὑπῆρχεν ἕτερος Κολωνὸς ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐν Ἀθήναις, καλούμενος πρὸς διάκρισιν ἀγοραῖος Κ., (Κολωνὸν… οὐ τὸν ἀγοραῖον, ἀλλὰ τὸν τῶν ἱππέων Φερεκρ. ἐν «Πεταλ.» 1)· ἐνταῦθα συνηθροίζοντο οἱ μισθαρνοῦντες, δι’ ὃ Κολωνῖται, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 132· παρ’ Ἁρποκρ. κολωναῖται, δηλ. Κολωνιᾶται.

Greek Monolingual

ο (AM κολωνός)
1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του («ἐν κορυφῇσι ἑκάστου τοῦ κολωνοῦ», Ηρόδ.)
2. ως κύριο όν. δήμος της Αττικής («Οιδίπους ἐπὶ Κολωνῷ», Σοφ.)
αρχ.
1. σωρός («κολωνὸς λίθων», Ηρόδ.)
2. φρ. «Κολωνὸς ἀγοραῖος» — λόφος που βρισκόταν στην αθηναϊκή αγορά και στον οποίο συγκεντρώνονταν και πληρώνονταν οι εργάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κολώνη.

Greek Monotonic

κολωνός: ὁ, = κολώνη,
I. λόφος, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· κ. λίθων, σωρός από πέτρες, σε Ηρόδ.
II. ο Κολωνός, δήμος της Αττικής που βρίσκεται σε λόφο, περίπου ένα μίλι ΒΔ της Αθήνας, και έμεινε αθάνατος εξαιτίας του Σοφοκλή, ο οποίος είχε γεννηθεί εκεί και το έργο του «Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ».

Middle Liddell

κολωνός, οῦ, = κολώνη,]
I. a hill, Hhymn., Hdt.; κ. λίθων a heap of stones, Hdt.
II. Colonus, a deme of Attica lying on a hill, about a mile NW. of Athens, immortalised by Sophocles, who was a native of it, in his Oed. Col.

Mantoulidis Etymological

(=λόφος, δῆμος τῆς Ἀττικῆς, δύο Κολωνοί: ἵππειος καί ἀγοραῖος). Σχετίζεται μέ τά: κολοφών (=κορυφή), κολώνη (=ὕψωμα).