ὕδνης
English (LSJ)
A = εἰδώς, ἔμπειρος (cf. ὕδης), Hsch.
II ὕδναι, = ἔγγονοι, σύντροφοι, Id. (perhaps as root of Ἁλοσ-ύδνη, Ὑδατοσ-ύδνη).
Greek (Liddell-Scott)
ὕδνης: -ου, ὁ, = εἰδώς, ἔμπειρος (πρβλ. ὕδης), Ἡσύχ. ΙΙ. = ἔγγονος, σύντροφος, παρὰ τῷ αὐτῷ (ἴσως ὡς ῥίζα τοῦ Ἁλοσύδνη, Ὑδατοσύδνη).
German (Pape)
1 = ὕδης, ἔμπειρος, εἰδώς, Vetera Lexica.
2 ὁ, eigtl. wässerig, naß, dah. nahrhaft, nährend, auch pass., genährt, in Vetera Lexica, die davon Ἁλοσύδνη ableiten.