ὗσμα

Greek (Liddell-Scott)

ὗσμα: τό, (ὕω) βροχή, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 938· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 420.