ὠρίζεσκον

English (LSJ)

v. sub ὀαρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὠρίζεσκον: impf. iter. к ὠρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ὠρίζεσκον: ἴδε ὀαρίζω.

Greek Monotonic

ὠρίζεσκον: Ιων. παρατ. του ὀαρίζω.