ὠρίζω
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
3sg. ὠρίζει· ὑπνοῖ, ὁμιλεῖ, φροντίζει, μεριμνᾷ, ἀδολεσχεῖ, Hsch. (i.e. partly ὡρίζει fr. ὧρος 1, partly ὠρ- = ὀαρίζω, and partly ὠρίζει fr. ὤρα).
German (Pape)
zusammengezogen statt ὀαρίζω, davon ὠρίζεσκον, ion. impf., H.h. Merc. 58.
Russian (Dvoretsky)
ὠρίζω: [стяж. к ὀαρίζω вступать в связь HH.
Greek (Liddell-Scott)
ὠρίζω: ὠρεύω, «ὠρίζει· ὑπνοῖ, φροντίζει, μεριμνᾶ, ὁμιλεῖ, ἀδολεσχεῖ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στο γ' εν. πρόσ.) ὠρίζει
«ὑπνοῖ, ὁμιλεῖ, φροντίζει, μεριμνᾷ, ἀδολεσχεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος». Το ερμήνευμα ωστόσο του τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «ομιλώ, φροντίζω» δείχνει σύγχυση του τ. με το ρ. ὀαρίζω «γλυκομιλώ» και τα παράγωγα της λ. ὤρα «φροντίδα»].