ὠρεύω

English (LSJ)

take care of, attend to, c. acc., Hes.Th.903, cf. Hsch., Corn.ND1:—Pass., ib.29. (Hes. and Corn. ll. cc. use the word to expl. the Ὧραι; Hsch. glosses it by τὸ τῶν ἀγρίων νομῶν καὶ ἐθνῶν ἐπιμελεῖσθαι: cf. ὀρεύειν and οὐρεύω, of which ὠρεύω might be a Dor. form.)

German (Pape)

besorgen, beaufsichtigen, in Obhut haben, Hes. Th. 903, wo ὡραίουσι od. ὡραιοῦσι f.l. ist.

French (Bailly abrégé)

avoir soin de ou prendre soin de, protéger, acc..
Étymologie: ὤρα.

Greek (Liddell-Scott)

ὠρεύω: (ὤρα) φροντίζω, μεριμνῶ περί τινος, ἐπιμελοῦμαί τινος, μετ’ αἰτ., Ἡσ. Θεογ. 903 ἴδε Ruhnk. Ep. Cr. σ. 100, καὶ παρὰ τῷ Gaisf. εἰς Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., Κορνοῦτ. περὶ τῆς τῶν θεῶν Φύσεως 29.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) (με αιτ.) φροντίζω για κάτι, μεριμνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του οὐρεύω (< οὖρος [Ι] «φύλακας»)].

Greek Monotonic

ὠρεύω: (ὤρα), προσέχω, φροντίζω· με αιτ., σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὠρεύω, [ὤρα]
to attend to, mind, c. acc., Hes.