ὡρακίζω

English (LSJ)

ὡρακιάω, faint, swoon away, EM823.33.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρᾱκίζω: μέλλ. -ίσω, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 481, Ἐτυμ Μέγ. 823. 33· ἴσως ἕνεκα ἡμαρτημένης ἀντιλήψεως ὅτι τὸ ὡρακιῶ (παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ἦτο μέλλων.

German (Pape)

[Seite 1414] = ὡρακιάω, Suid.

Greek Monolingual

ΜΑ
ὡρακιῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ὡρακιῶ].