ὡριμότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, ripeness, seasonableness, Sch.D Il.19.119.
German (Pape)
[Seite 1414] ητος, ἡ, Reife, Zeitigkeit, Schol. Il. 9, 119.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρῐμότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὥριμος, κοινῶς «ὡριμάδα», Σχόλ. εἰς Ἰλ. Τ. 119.