ὤνατο

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. de ὀνίναμαι ou de ὄνομαι.

English (Autenrieth)

see ὄνομαι.

Greek Monotonic

ὤνατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ του ὄνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὤνατο:
I 3 л. sing. aor. к ὄνομαι.
II 3 л. sing. aor. med. к ὀνίνημι.