3ᵉ sg. ao. de ὀνίναμαι ou de ὄνομαι.
see ὄνομαι.
ὤνατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ του ὄνομαι.
ὤνατο:I 3 л. sing. aor. к ὄνομαι.II 3 л. sing. aor. med. к ὀνίνημι.