ὤνησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, buying, Decr.Att. ap. Poll.7.15, prob. in CIG3597b (Ilium).

German (Pape)

[Seite 1412] ἡ, das Kaufen, Lys. bei Poll. 7, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὤνησις: -εως, ἡ, «ἀγορασία» (Ἡσύχ.). κοινῶς ἀγορασιά, Λυσίας παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 3597b.

Russian (Dvoretsky)

ὤνησις: εως ἡ купля, покупка Lys.