ᾐών
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1180] όνος, ἡ, zsgz. aus ἠϊών, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
contract. de ἠϊών.
Russian (Dvoretsky)
ᾐών: Eur. стяж. = ἠϊών.
Greek (Liddell-Scott)
ᾐών: -όνος, ὁ, συνῃρ. ἐκ τοῦ ἠϊών, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
ᾐών: -όνος, ὁ, συνηρ. από το ἠϊών.