ᾠοσκύφιον

English (LSJ)

[ῠ], τό, egg-shaped cup with a double bottom, Asclep.Myrl. ap. Ath.11.503e, cf. 488f.

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοσκύφιον: [ῠ], τό, ποτήριόν τι ὠοειδὲς τὸ σχῆμα διπλοῦν ἔχον πυθμένα, Ἀσκληπιάδης παρ’ Ἀθην. 503Ε, πρβλ. 488F, Müller Archäol. d. Kunst. § 299D.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ποτήρι ωοειδούς σχήματος, με δύο πυθμένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + σκυφίον (< σκύφος «ποτήρι»)].