ῥάκελος

English (LSJ)

(and ῥακλεός),= σκληρός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 833] abgerissen, schroff, rauh, Hesych.

Greek Monolingual

και ῥακλεὸς Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκληρός».