ῥάπτης
English (LSJ)
ῥάπτου, ὁ, (ῥάπτω) one who stitches, clothes-mender, Anub. in Cat.Cod.Astr.8(4).208, PHamb.56 v 7 (vi/vii A.D.), Glossaria.
German (Pape)
[Seite 834] ὁ, der Zusammennäher, Flicker, Sticker, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάπτης: -ου, ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων, ὁ «ἐμβαλώνων», Παλλαδ. Λαυσ. 1100D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ράπτρια / ῥάπτης, θηλ. ῥάπτρια, ΝΜΑ, και ράφτης, θηλ. ράφτρα, Ν, και ῥάπτις, -ιδος, ΜΑ
νεοελλ.
τεχνίτης που κατασκευάζει ενδύματα
μσν.-αρχ.
αυτός που επιδιορθώνει ενδύματα, μπαλωματής.