μπαλωματής
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
ο, θηλ. μπαλωματού (Μ μπαλωματής) μπάλωμα
επιδιορθωτής υποδημάτων.
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
ο, θηλ. μπαλωματού (Μ μπαλωματής) μπάλωμα
επιδιορθωτής υποδημάτων.