μπαλωματής
From LSJ
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
Greek Monolingual
ο, θηλ. μπαλωματού (Μ μπαλωματής) μπάλωμα
επιδιορθωτής υποδημάτων.
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
ο, θηλ. μπαλωματού (Μ μπαλωματής) μπάλωμα
επιδιορθωτής υποδημάτων.