ῥάπτις

German (Pape)

[Seite 834] ιδος, ἡ, fem. von ῥάπτης (?).

Greek (Liddell-Scott)

ῥάπτις: -ιδος, θηλ. τοῦ ῥάπτης, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, ΜΑ
βλ. ράπτης.