ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ο, θηλ. ράπτρια / ῥάπτης, θηλ. ῥάπτρια, ΝΜΑ, και ράφτης, θηλ. ράφτρα, Ν, και ῥάπτις, -ιδος, ΜΑνεοελλ.τεχνίτης που κατασκευάζει ενδύματαμσν.-αρχ.αυτός που επιδιορθώνει ενδύματα, μπαλωματής.