ράπτης

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ράπτρια / ῥάπτης, θηλ. ῥάπτρια, ΝΜΑ, και ράφτης, θηλ. ράφτρα, Ν, και ῥάπτις, -ιδος, ΜΑ
νεοελλ.
τεχνίτης που κατασκευάζει ενδύματα
μσν.-αρχ.
αυτός που επιδιορθώνει ενδύματα, μπαλωματής.