ἡ, fem. of ῥάπτης, Eust.1764.60.
[Seite 834] ἡ, fem. zu ῥάπτης, Sp., bei den VLL, Erkl. von ἠπήτρια, ἀκέστρια.
ῥάπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ῥάπτης, Εὐστ. 1764. 60.
η / ῥάπτρια, ΝΜΑβλ. ράπτης.