[ᾰ], ἡ, Dor. ῥάφα, a large kind of radish, Trypho ap.Hsch., dub. in Epich.204.
ῥάφη: ἡ, εἶδος μεγάλης ῥαφανῖδος, μέγα ῥαπάνι, Τρύφων παρ’ Ἡσυχ. ἐν λ. ῥαφανίς, ἴδε ῥάφανος ἐν τέλει.