Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαφανίς

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰφᾰνίς Medium diacritics: ῥαφανίς Low diacritics: ραφανίς Capitals: ΡΑΦΑΝΙΣ
Transliteration A: rhaphanís Transliteration B: rhaphanis Transliteration C: rafanis Beta Code: r(afani/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ,
A radish, Raphanus sativus, Raphanus raphanistrum sativus Ar.Nu.981, Pl.544, Fr.253, Cratin.313, Eup.312, Thphr.HP1.2.7, Dsc.2.112, etc.: later ῥεφανίς, Philum.Ven.18.4, Glossaria; cf. ῥάφανος.
II ῥαφανὶς ἀγρία = charlock, Raphanus raphanistrum, Dsc.2.112, Plin.HN19.82. [-ῑς, ῖδος in all known passages, though Ath.2.56e says that ι is common.]

German (Pape)

[Seite 835] ῖδος, ἡ, der Rettig, vgl. ῥάφανος; Ar. Plut. 544; Ath. II, 56 d; Theophr. u. sonst in Prosa; ῥαφανῖδι τὴν πυγὴν βεβυσμένος, Luc. de Mort. Peregr. 9, geht auf die unter ῥαφανιδόω erwähnte Strafe. – [Ι ist in den erhaltenen Beispielen lang; Draco p. 23, 21. 45, 24. 80, 5 sagt bald, es sei gewöhnlich kurz, bei den Attikern lang, bald das Gegentheil.]

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
rave ou salsifis légume.
Étymologie: cf. ῥάφανος.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰφᾰνίς: ῖδος ἡ редька или редиска Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰφᾰνίς: -ῖδος, ἡ, τὸ «ῥαπάνι», Λατ. raphanus, Ἀριστοφ. Νεφ. 981, Πλ. 544, Ἀποσπ. 249, Κωμικὸς παρ’ Ἀθην. 56Ε κἑξ.· πρβλ. ῥάφανος. (Ἴδε ῥάπυς). [-ῑς, -ῑδος ἐν ἅπασι τοῖς γνωστοῖς χωρίοις, ἂν καὶ ὁ Ἀθήν. ἐνθ’ ἀνωτ. καὶ ὁ Δράκων λέγουσιν ὅτι τὸ ι κατὰ τὸν χρόνον εἶναι κοινόν]. ― Ἴδε Χατζιδάκι Περὶ τῆς ποκίλης παραδόσεως ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΑ΄, σ. 391.

Greek Monolingual

η / ῥαφανίς -ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ
1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη του οποίου είναι τα γνωστά σήμερα ως ρεπάνια ή ρεπανάκια, αλλ. ράφανος
2. η σαρκώδης ρίζα, ο κόνδυλος του φυτού αυτού, που στην αρχαία Αθήνα τον χρησιμοποιούσαν για την τιμωρία τών μοιχών («ῥαφανῖδας λαμβάνοντες καθίεσαν εἰς τοὺς πρωκτοὺς τούτων», Αριστοφ.)
αρχ.
φρ. «ῥαφανὶς ἡ ἀγρία» — αγριοράπανο, λαψάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κληματίς)].

Greek Monotonic

ῥᾰφᾰνίς: -ῖδος, μεταγεν. ῥεφανίς, ἡ, ραπανάκι, Λατ. raphanus, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ῥᾰφᾰνίς, ῖδος,
the radish, Lat. raphanus, Ar.

Wikipedia EN

Raphanus raphanistrum sativus

Radish

The radish (Raphanus raphanistrum subsp. sativus) is an edible root vegetable of the family Brassicaceae that was domesticated in Asia prior to Roman times.

Raphanus raphanistrum

Raphanus raphanistrum, also known as wild radish, white charlock or jointed charlock, is a flowering plant in the family Brassicaceae. One of its subspecies, Raphanus raphanistrum subsp. sativus, includes a diverse variety of cultivated radishes. The species is native to western Asia, Europe and parts of Northern Africa. It has been introduced into most parts of the world and is regarded as a habitat threatening invasive species in many areas, for example, Australia. It spreads rapidly and is often found growing on roadsides or in other places where the ground has been disturbed.