ῥάχνος

English (LSJ)

εος, τό, perhaps cloak, PGen.80.7 (iv A.D.), PKlein.Form.407 (vi A.D.).

Greek Monolingual

-εος, τὸ, ΜΑ
μανδύας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ.].