μανδύας

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
casaque de gros drap.
Étymologie: DELG emprunt perse ou liburnien.

Greek Monolingual

ο (AM μανδύας)
1. είδος χειμερινού ενδύματος φτιαγμένου από ένα απλό ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα που έπαιρνε πάνω στο σώμα την ιδιαίτερη φόρμα του και ήταν συνήθως μάλλινο
2. εξωτερικό ένδυμα τών μοναχών το οποίο έφεραν και οι πατριάρχες και οι επίσκοποι ως τακτικό ένδυμα εκτός του ναού και το οποίο αργότερα μεταβλήθηκε σε επισκοπικό άμφιο
νεοελλ.
1. η χλαίνη τών στρατιωτών
2. (γεωφ.) τμήμα της εσωτερικής δομής τών πλανητών και ιδιαίτερα της Γης, το οποίο αποτελεί ενδιάμεσο στρώμα μεταξύ του φλοιού και του πυρήνα
3. (βιολ.-ζωολ.) α) πλαγιο-ραχιαίο τμήμα του τηλεγκεφάλου τών σπονδυλωτών, εκτός τών θηλαστικών
β) μαλακό επικάλυμμα που σχηματίζεται από το τοίχωμα του σώματος στα μαλάκια και στα βραχιονόποδα
4. φρ. «μανδύας ψυχοπαθών» — ένδυμα που χρησιμοποιείται για την ακινητοποίηση τών ψυχοπαθών σε περιπτώσεις μανιακής κρίσης, αλλ. ζουρλομανδύας
νεοελλ.-μσν.
επίσημος και πολυτελής επενδύτης τών ηγεμόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μανδύα (), με αλλαγή γένους].

German (Pape)

ὁ, auch μανδύη und μανδύς, wie χλαμύς, ein dickes wollenes Oberkleid, Mantel, ein persisches Wort, vgl. κάνδυς, Vetera Lexica.