ῥέμφος

English (LSJ)

εος, τό, Aeol. for ῥάμφος, Hsch. ῥέμω, = πειρῶμαι, δύναμαι, Theognost.Can.11, Suid., but = ὀδυνᾷ, σήπει, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 838] τό, ion. = ῥάμφος, Hesych. erkl. στόμα, ῥίς.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέμφος: -εος, τό, Ἰων. ἀντὶ ῥάμφος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. ράμφος.