ῥίμμα

German (Pape)

[Seite 843] τό, das Geworfene, der Wurf, das Werfen; Arion hymn. v. 6; Hdn. epimer. 118 u. Sp.

Greek Monolingual

-ίμματος, τὸ, Α ῥίπτω
1. κίνηση, τίναγμα
2. (κατά τον Ηρωδ.) «ἡ ῥῖψις καὶ τὸ βέλος».