ῥίπισις
English (LSJ)
-εως, ἡ, blowing with a bellows or blowing with a fan, Thphr. Ign.36 (dub. rest.), Gal.8.416, Alex. Aphr.Pr.1.113.
German (Pape)
[Seite 845] ἡ, 1) das Anfachen. – 2) das Fächeln, Abkühlen, Lüften, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίπῐσις: ἡ, (ῥιπίζω) τὸ ῥιπίζειν, ἀνεμίζειν ἢ φυσᾶν διὰ φυσητήρων ἢ ῥιπιδίου, Θεοφρ. π. Πυρὸς 36, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 113, Γαλην.: ὅθεν ῥῑπισμός, ὁ, Βυζ.
Greek Monolingual
-ίσεως, ή, Α ῥιπίζω
το να αερίζει κανείς κάτι με ριπίδιο ή με φυσερό.