v. ῥοδάνη.
[Seite 830] schwenken, schwingen, schütteln, VLL.
ῥᾰδᾰνίζω: ἴδε ῥοδάνη· - ῥαδανίζεται· «τινάσσεται» Ἡσύχ.
ΜΑβλ. ῥοδανίζω.