ῥαδανός

English (LSJ)

v. ῥοδανός.

German (Pape)

[Seite 830] = ῥαδινός, als v.l. Il. 18, 576 für ῥοδανόν; Hesych. erkl. ῥαδινός, ἀπὸ τοῦ ῥᾳδίως δονεῖσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰδᾰνός: -ή, -όν, ἴδε ῥοδανός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) βλ. ῥαδινός.