ῥεμβάδος, pecul. fem. of ῥεμβός, v.l. in LXX Si.26.8.
[Seite 837] άδος, ἡ, umherschweifend, Sp.
ῥεμβάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ῥεμβός, Ἑβδ. (διάφ. γραφ. Σειράχ. ΚϚ΄, 8), Ἐκκλ.
-άδος, ἡ, Αβλ. ῥεμβός.