ῥηΐτατος

English (LSJ)

v. ῥᾴδιος.

French (Bailly abrégé)

Sp. ion. de ῥᾴδιος.

Russian (Dvoretsky)

ῥηΐτατος: эп. = ῥήϊστος.

German (Pape)

s. ῥήϊστος.