τό, Dim. of ῥῆμα, pet phrase, phrasicle, Pl. Tht. 180a, Them. Or. 21.253c.
[Seite 840] τό, dim. von ῥῆμα, Plat. Theaet. 180 a, Wörtchen.
τὸ, Α ῥῆμα, -ατος](υποκορ. τ. του ρήμα) ῥημάτιον.
ῥημᾰτίσκιον: τό Plat. = ῥημάτιον.