ῥηνικός

English (LSJ)

ῥηνική, ῥηνικόν, of a sheep, Hp.Epid.5.58, etc.

German (Pape)

[Seite 840] vom Schaaf, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥηνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον, Ἱππ. 1155Ε, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αρνί, αρνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥήν].