αρνί
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
Greek Monolingual
το (AM ἀρνίον)
1. το πρόβατο
2. ο άκακος, ο μαλακός
3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος»)
β) «τον έκανα αρνί» — τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα
αρχ.-μσν.
μτφ. ο Ιησούς Χριστός
αρχ.
η προβιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνίον είναι υποκορ. του αρήν (γεν., αρνός) «πρόβατο». Το νεοελλ. αρνί < μσν. αρνίν < αρχ. αρνίον (πρβλ. παιδίον -παιδί, σκαμνίον -σκαμνί κ.ά.).
ΠΑΡ. νεοελλ. αρνάκι, αρνίλα, αρνίσιος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αρνοκάτσικα, αρνοπόκι, αρνοτόμαρο].