αρνί

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

το (AM ἀρνίον)
1. το πρόβατο
2. ο άκακος, ο μαλακός
3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος»)
β) «τον έκανα αρνί» — τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα
αρχ.-μσν.
μτφ. ο Ιησούς Χριστός
αρχ.
η προβιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνίον είναι υποκορ. του αρήν (γεν., αρνός) «πρόβατο». Το νεοελλ. αρνί < μσν. αρνίν < αρχ. αρνίον (πρβλ. παιδίον -παιδί, σκαμνίον -σκαμνί κ.ά.).
ΠΑΡ. νεοελλ. αρνάκι, αρνίλα, αρνίσιος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αρνοκάτσικα, αρνοπόκι, αρνοτόμαρο].